του γλυκού νερού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- του γλυκού νερού < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
του γλυκού νερού
- (για ζωικό ή φυτικό οργανισμό) που ζει σε γλυκά νερά, που είναι υδρόβιος αλλά όχι θαλάσσιος
- (μειωτικό) (για πρόσωπο) που δεν έχει περάσει από τις κακουχίες ή τις δυσκολίες του επαγγέλματός του ή που φαίνεται να μην τις αντέχει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
του γλυκού νερού
|