γλυκάνισο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκάνισο τα γλυκάνισα
      γενική του γλυκάνισου των γλυκάνισων
    αιτιατική το γλυκάνισο τα γλυκάνισα
     κλητική γλυκάνισο γλυκάνισα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
sπόροι γλυκάνισου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκάνισο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή γλυκάνισον < αρχαία ελληνική γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον < αραβική يانسون (yansun)[1] < αρχαία αιγυπτιακή (inset)
iK1
n
stHn
Z2

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣliˈka.ni.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κά‐νι‐σο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκάνισο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]