γλυκάνισο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυκάνισο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή γλυκάνισον < αρχαία ελληνική γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον < αραβική يانسون (yansun)[1] < αρχαία αιγυπτιακή (inset)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣliˈka.ni.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κά‐νι‐σο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλυκάνισο ουδέτερο
- (φυτό, γαστρονομία) (Pimpinella anisum) μονοετές φυτό με κιτρινόλευκα άνθη και καρπούς που αποτελούνται ο καθένας από δυο μικρούς αρωματικούς σπόρους κολλημένους μεταξύ τους. Ανθίζει το καλοκαίρι και στους σπόρους του υπάρχει αιθέριο έλαιο. Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στο ψωμί, στη φαρμακευτική και ως αρωματικό στο ούζο, στη ρακή, το τσίπουρο κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γλυκάνισο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκάνισο
|
[επεξεργασία]
- ↑ γλυκάνισο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)