ἄννησον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄννησον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄννησον ουδέτερο ιωνικός τύπος , δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη ἄνηθον και τις παραλλαγές της, γιατί είναι διαφορετικό φυτό

  • (φυτό), (γαστρονομία) το γλυκάνισο, ο γλυκάνισος (Pimpinella anisum)
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.82, p. 204 @scaife.perseus
    Ἢν καθάρσιος δέηται, πράσα δεῖ ἑψεῖν, ἢ ἀκτῆς καρπὸν, ἢ ἄννησον, λιβανωτὸν, σμύρναν, οἶνον, ταῦτα πάντα τρίβειν, καὶ τῷ χυλῷ τουτέων κλύζειν.
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 70, @scaife.perseus
    Ἢν τὰς ἰξύας ἀλγέῃ, ἄνισον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν πινέτω, καὶ θερμῷ λουέσθω, καὶ ἀπὸ θερμοῦ πινέτω.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]