ἄνηθον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄνηθον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄνηθον, -ου ουδέτερο, Λατ. anethum, (δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη ἄννησον και τις παραλλαγές της, γιατί είναι διαφορετικό φυτό)

  • (φυτό), (γαστρονομία) άνηθος (Anethum graveolens)
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.89, p.214,@scaife.perseus
    Ἢν βούλῃ γυναῖκα κυῆσαι, καθῆραι αὐτὴν καὶ τὰς μήτρας, ἔπειτα δίδου ἄνηθον ἐσθίειν νήστει, καὶ οἶνον ἐπιπίνειν ἄκρητον,
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Καινή Διαθήκη, Κατά Ματθαίον, 23.23 @scaife.perseus
    Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφεῖναι.
    Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι δίνετε (στο ναό) το ένα δέκατο από τον δυόσμο και το άνηθο και το κύμινο, αλλ' αφήσατε τα σπουδαιότερα του νόμου, την ευσπλαγχνία και το έλεος και τη φιλανθρωπία. Και αυτά έπρεπε να κάνετε, αλλά και εκείνα να μην αφήνετε.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 9.8, 624, p. 13.316 @scaife.perseus
    τὰ δ’ ἐν αἰδοίοις ἕλκη καὶ κατὰ τὴν ἕδραν χωρὶς φλεγμονῆς ὄντα ξηραινόντων πάνυ δεῖται φαρμάκων, οἷά ἐστι τό τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ἄννηθον
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 981-983
    οὐδ᾽ ἀνελέσθαι δειπνοῦντ᾽ ἐξῆν κεφάλαιον τῆς ῥαφανῖδος, | οὐδ᾽ ἄννηθον τῶν πρεσβυτέρων ἁρπάζειν οὐδὲ σέλινον, | οὐδ᾽ ὀψοφαγεῖν, οὐδὲ κιχλίζειν, οὐδ᾽ ἴσχειν τὼ πόδ᾽ ἐναλλάξ.
    • Ούτ' ήτανε δικαίωμα [του κάθε νηού], στην ώρα του φαγιού, ν' απλώνη χέρι | σε άνηθο ή σε κεφάλι ραπανιού ή σέλινο, εκεί που ήσαν οι γέροι, | κι' ούτε φαγιά και τσίχλα κατεβάζανε, ούτε το πόδι απάνω στ' άλλο εβάζανε.
      Μετάφραση (2012): Πολύβιος Δημητρακόπουλος
    • Λιχουδιές δε ζητούσε ένας νέος· ρεπανιού πού να πάρει κεφάλι στο δείπνο; | Είχαν άνηθο ή σέλινο; Τ᾽ άφηνε αυτά να τα τρων μονάχα οι μεγάλοι. | Δεν καθόταν με το ᾽να ποδάρι ποτέ πάνω στ᾽ άλλο· σκαστά δε γελούσε.
      Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  • αιολικός τύπος : ἄννητον
  • αιολικός τύπος : ἄνητον
  • ἄννητος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]