Μετάβαση στο περιεχόμενο

ούζο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούζο τα ούζα
      γενική του ούζου των ούζων
    αιτιατική το ούζο τα ούζα
     κλητική ούζο ούζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ούζο < (άμεσο δάνειο) τουρκική üzüm (σταφύλι)
< Υπάρχει και η άποψη: < ιταλικά: «uso (Massalia)» («για εμπορική χρήση στη Μασσαλία»)
< Ο γλωσσολόγος Κώστας Καραποτόσογλου [1] προτείνει: < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική οὖζος (ὀπός, χυμός) < τουρκική öz (ὀπός, χυμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ούζο ουδέτερο

  • (ποτό) είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Τουρκίας και της Ελλάδας με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
      Τα υπόλοιπα γλυκά φτιάχνονταν στο σπίτι. Αν κάποια κυρία ήθελε πιοτό, τη σερβίριζαν ούζο, μπίρα, κρασί, κονιάκ ή πίπερμαν. (Μάνος Ελευθερίου, Φαρμακείον Εκστρατείας, εκδ. Μεταίχμιο, 2016)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Καραποτόσογλου, Κώστας. "Ἐτυμολογικὲς παρατηρήσεις", Graeco–Arabica 3 (1984) σελ.229-257