douceur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
douceur douceurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

douceur (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) η γλυκύτητα ενός εδέσματος, η γλύκα
  2. (μεταφορικά) η γλυκύτητα του χαρακτήρα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη doux