smooth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | smooth |
συγκριτικός | smoother |
υπερθετικός | smoothest |
smooth (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | smooth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smooths |
αόριστος | smoothed |
παθητική μετοχή | smoothed |
ενεργητική μετοχή | smoothing |
smooth (en)