smooth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός smooth
συγκριτικός smoother
υπερθετικός smoothest

smooth (en)

  1. λείος
  2. ομαλός στη λειτουργία του

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας smooth
γ΄ ενικό ενεστώτα smooths
αόριστος smoothed
παθητική μετοχή smoothed
ενεργητική μετοχή smoothing

smooth (en)

  • λειαίνω
    He rubs the rough surface of the marble to smooth it.
    Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του μαρμάρου για να τη λειάνει.
     συνώνυμα: flatten, level

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]