smooth out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας smooth out
γ΄ ενικό ενεστώτα smooths out
αόριστος smoothed out
παθητική μετοχή smoothed out
ενεργητική μετοχή smoothing out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

smooth out < → δείτε τις λέξεις smooth και out

Ρήμα[επεξεργασία]

smooth out (en)

  • εξομαλύνω, κάνω προβλήματα ή δυσκολίες να εξαφανιστούν
    We smoothed out all points of disagreement.
    Εξομαλύναμε όλα τα σημεία διαφωνίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resolve

Πηγές[επεξεργασία]