smooth out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | smooth out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smooths out |
αόριστος | smoothed out |
παθητική μετοχή | smoothed out |
ενεργητική μετοχή | smoothing out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
smooth out (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 307, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξομαλύνω, στρώνω