smooth out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας smooth out
γ΄ ενικό ενεστώτα smooths out
αόριστος smoothed out
παθητική μετοχή smoothed out
ενεργητική μετοχή smoothing out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

smooth out < → δείτε τις λέξεις smooth και out

Ρήμα[επεξεργασία]

smooth out (en)

  1. στρώνω
    smooth out your dress - στρώσε το φόρεμά σου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flatten
  2. (μεταφορικά) εξομαλύνω
    We smoothed out all points of disagreement.
    Εξομαλύναμε όλα τα σημεία διαφωνίας.
     συνώνυμα: iron out → δείτε τη λέξη resolve

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 307, 828. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εξομαλύνω, στρώνω