down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

down (en)

  1. πεσμένος, ξαπλωμένος
  2. κατεβασμένος
  3. κατερχόμενος
  4. θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός
  5. εκτός λειτουργίας

Επίρρημα[επεξεργασία]

down (en)

  1. κάτω, χάμω, προς τα κάτω
  2. πίσω (χρονικά)
  3. μακριά (από)
  4. τελειωμένος, κανονισμένος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

down (en)

  1. κάθοδος, κατάβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα
  2. πέσιμο, πτώση, ελάττωση, μείωση
  3. τα κάτω, η κακή περίοδος
  4. αντιπάθεια, διχόνοια, έχθρα, έχθρητα, μίσος
  5. και down feather: το πούπουλο
  6. χνούδι, ίουλος

Πρόθεση[επεξεργασία]

down (en)

  1. κάτω
  2. χαμηλότερα, προς τα κάτω
  3. κατά μήκος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

down (en)

  1. κατεβάζω
  2. ρίχνω
  3. ακουμπώ κάτω
  4. συντρίβω αντίπαλο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]