down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
down (en)
- πεσμένος, ξαπλωμένος
- κατεβασμένος
- κατερχόμενος
- θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός
- εκτός λειτουργίας
Επίρρημα[επεξεργασία]
down (en)
- κάτω, χάμω, προς τα κάτω
- πίσω (χρονικά)
- μακριά (από)
- τελειωμένος, κανονισμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
down (en)
- κάθοδος, κατάβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα
- πέσιμο, πτώση, ελάττωση, μείωση
- τα κάτω, η κακή περίοδος
- αντιπάθεια, διχόνοια, έχθρα, έχθρητα, μίσος
- και down feather: το πούπουλο
- χνούδι, ίουλος
Πρόθεση[επεξεργασία]
down (en)
- κάτω
- χαμηλότερα, προς τα κάτω
- κατά μήκος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- calm down: ηρεμώ, ησυχάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
down (en)