down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | down |
συγκριτικός | more down |
υπερθετικός | most down |
down (en)
- πεσμένος, ξαπλωμένος
- κατεβασμένος
- κατερχόμενος
- θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός, πεσμένος
- ↪ She seems down, what happened to her?
- Αυτή φαίνεται πεσμένη, τι της συνέβη;
- ↪ She seems down, what happened to her?
- εκτός λειτουργίας
Επίρρημα[επεξεργασία]
down (en)
- κάτω, χάμω, προς τα κάτω
- ↪ down in the basement - κάτω στο υπόγειο
- ↪ down on the seashore - κάτω στο γιαλό
- ↪ Bend it down.
- Λύγισέ το προς τα κάτω.
- πίσω (χρονικά)
- μακριά (από)
- τελειωμένος, κανονισμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
down | downs |
down (en)
- κάθοδος, κατάβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα
- πέσιμο, πτώση, ελάττωση, μείωση
- τα κάτω, η κακή περίοδος
- αντιπάθεια, διχόνοια, έχθρα, έχθρητα, μίσος
- και down feather: το πούπουλο
- χνούδι, ίουλος
Πρόθεση[επεξεργασία]
down (en)
- κάτω
- χαμηλότερα, προς τα κάτω
- κατά μήκος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- calm down: ηρεμώ, ησυχάζω
- down under
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downs |
αόριστος | downed |
παθητική μετοχή | downed |
ενεργητική μετοχή | downing |
down (en)
- κατεβάζω
- ρίχνω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να πέσει στο έδαφος
- ↪ I down an enemy plane.
- Ρίχνω ένα εχθρικό αεροπλάνο.
- ↪ I down an enemy plane.
- ακουμπώ κάτω
- συντρίβω αντίπαλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- down (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- down (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- down (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- down (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- down (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω