ξαπλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαπλωμένος < μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξαπλώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksa.ploˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐πλω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαπλωμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται με όλο του το σώμα να εφάπτεται σε μια οριζόντια επιφάνεια
- ≈ συνώνυμα: ξαπλωτός → δείτε και τη λέξη πλαγιασμένος
- που έχει ξαπλώσει για να ξεκουραστεί
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαπλωμένος