recumbent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/rɪˈkʌmbənt/
Επίθετο[επεξεργασία]
recumbent (en)
- ξαπλωμένος, πλαγιασμένος
- Συνώνυμα: lying back