κανονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κανονίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κανονισμένος -η, -ο
- που έχει κανονιστεί, προγραμματισμένος
- το ραντεβού είναι κανονισμένο για αύριο στις 6:00