τελειωμένος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελειωμένος < Παθητική μετοχή του ρήματος τελειώνω
- Παθητική μετοχή του ρήματος τελειούμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɛ.ʎo.ˈmɛ.nɔs/
- ΔΦΑ : /tɛ.li.ɔ.ˈmɛ.nɔs/
- Με την πρώτη και δεύτερη σημασία της η λέξη προφέρεται συνήθως με συνίζηση στη συλλαβή -λειω-
- Με την τρίτη της σημασία η λέξη προφέρεται πεντασύλλαβη (τε-λει-ω-μέ-νος)
Επίθετο[επεξεργασία]
τελειωμένος -η, -ο
- αυτός που έχει τελειώσει, έχει φτάσει στο τέλος του
- αυτός που δεν έχει μέλλον, ο αποτυχημένος, ο ξοφλημένος
- (λόγιο,δεύτερη ετυμολογία,) αυτός που έχει τελειωθεί, τελειοποιηθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τελειωμένος