τελειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελειώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελειώνω < αρχαία ελληνική τελειῶ (τελειόω κάνω τέλειο, περατώνω) + -ώνω < τέλειος < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Προφορά 1[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /teˈʎo.no/ σημασία: ολοκληρώνω
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λειώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

τελειώνω , αόρ.: τέλειωσα/τελείωσα, μτχ.π.π.: τελειωμένος, παθ.φωνή: με διαφορετική σημασία τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος

  1. (μεταβατικό) ολοκληρώνω μια εργασία
    Περίμενε να στεγνώσει πριν μπεις μέσα, γιατί μόλις τελείωσα το σφουγγάρισμα.
  2. (αμετάβατο) φτάνω στο τέλος μου
    1. ολοκληρώνομαι
      τελειώνει το έργο
    2. εξαντλούμαι, σώνομαι
      τελειώνει η φέτα
  3. (λαϊκότροπο) φτάνω σε οργασμό
  4. → και δείτε την παθητική φωνή, με διαφορετική σημασία  τελειώνομαι: τελειοποιούμαι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Προφορά 2[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /teˈli.o.no/ σημασία: τελειοποιώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λει‐ώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

τελειώνω , αόρ.: τελείωσα, παθ.φωνή: τελειώνομαι, π.αόρ.: τελειώθηκα, μτχ.π.π.: τελειωμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]