end
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
end | ends |
end (en)
- το τέλος
- η άκρη, το άκρο, το τμήμα ενός αντικειμένου ή ενός τόπου που είναι πιο μακριά από το κέντρο του
- ↪ the end of a road/the train - η άρκη ενός δρόμου/του τρένου
- ↪ The rope has two ends.
- Το σχοινί έχει δυο άκρες.
- ↪ the west end of town - το δυτικό άκρο της πόλης
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | end |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ends |
αόριστος | ended |
παθητική μετοχή | ended |
ενεργητική μετοχή | ending |
end (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, βγαίνει
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- end (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- end (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 27, 162, 872. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη, άκρο, βγαίνω, τελειώνω