finish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
finish | finishes |
finish (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | finish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finishes |
αόριστος | finished |
παθητική μετοχή | finished |
ενεργητική μετοχή | finishing |
finish (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, βγάζω, σταματώ να κάνω κάτι ή να φτιάχνω κάτι επειδή έχει ολοκληρωθεί
- ↪ I finish my work.
- Τελειώνω τη δουλειά μου.
- ↪ When I finish school/University…
- Όταν βγάλω το σχολείο/το Πανεπιστήμιο…
- ≈ συνώνυμα: complete, end και get through
- ↪ I finish my work.
- παχαίνω ένα ζώο για να το σφάξω
- περνάω προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια
Πηγές[επεξεργασία]
- finish (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- finish (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 872. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, τελειώνω
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finish (da)
- τελείωμα, προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finish (nl) θηλυκό