finish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Finnish

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
finish finishes

finish (en)

  1. το τέλος
    the journey’s finish - το τέλος του ταξιδιού
     συνώνυμα: end
  2. προστατευτική επίστρωση σε ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες, το τελείωμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας finish
γ΄ ενικό ενεστώτα finishes
αόριστος finished
παθητική μετοχή finished
ενεργητική μετοχή finishing

finish (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω
    I finish my work.
    Τελειώνω τη δουλειά μου.
     συνώνυμα: end
  2. παχαίνω ένα ζώο για να το σφάξω
  3. περνάω προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 872. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τελειώνω

Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

finish (da)

  • τελείωμα, προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

finish (nl) θηλυκό