finish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finish (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
finish (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω
- παχαίνω ένα ζώο για να το σφάξω
- περνάω προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finish (da)
- τελείωμα, προστατευτική επίστρωση πάνω από μια επιφάνεια
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finish (nl) θηλυκό