end up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | end up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ends up |
αόριστος | ended up |
παθητική μετοχή | ended up |
ενεργητική μετοχή | ending up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
end up (en)
- βγαίνω, βρίσκομαι σε ένα μέρος ή μια κατάσταση στο τέλος μιας διαδικασίας ή μιας χρονικής περιόδου
Πηγές[επεξεργασία]
- end up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω