καταντώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταντώ < αρχαία ελληνική καταντῶ (: φθάνω, καταλήγω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καταντώ
- φθάνω σε μια άσχημη κατάσταση
- από την απόγνωση κατάντησε να χάσει πολλά κιλά
- καταλήγω σε μια κατάσταση που θίγει την αξιοπρέπειά μου
- μεταβάλλομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτώ αρνητικά χαρακτηριστικά
- να μην καταντήσει ο έρωτας ρουτίνα
- κάνω κάποιον / κάτι να οδηγηθεί σε άσχημη κατάσταση
- πώς κατάφερες να καταντήσεις το σπίτι ρημάδι;