φθάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθάνω < αρχαία ελληνική φθάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
φθάνω αρχαιότερος τρόπος γραφής και προφοράς του ρήματος φτάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθάνω
→ δείτε τη λέξη φτάνω |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ενεστώτας | φθάνω |
---|---|
Παρατατικός | ἔφθανον |
Μέλλοντας | φθάσω, φθήσομαι |
Αόριστος | ἔφθασα, ἔφθην |
Παρακείμενος | ἔφθακα |
Υπερσυντέλικος | ἐφθάκειν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθάνω < θέμα φθη- και φθα- + πρόσφυμα ν + ϝω
Ρήμα[επεξεργασία]
φθάνω
- προφταίνω, προλαμβάνω
- φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχημένον : σε πρόλαβε ο θάνατος
- τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή : τα λάφυρα όποιου φτάσει πρώτος
- οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν : σαν να μην έφτανε η ατυχία μου, μόλις μου συνέβη η ατυχία, αμέσως επιχείρησαν
- κάνε γρήγορα
- λέγε φθάσας: λέγε γρήγορα, τελείωνε!