προλαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προλαμβάνω < αρχαία ελληνική προλαμβάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
προλαμβάνω (παθητική φωνή: προλαμβάνομαι)
- ενεργώ έγκαιρα (ώστε ενδεχομένως να προλάβω, να αποτρέψω ή να ματαιώσω κάτι)
[επεξεργασία]
- πρόληψη
- προληπτικά
- προληπτικός
- → δείτε τις λέξεις προ και λαμβάνω