προληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προληπτικός < (ελληνιστική κοινή) προληπτικός < αρχαία ελληνική προλαμβάνω < πρό + λαμβάνω (1. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préventif· 2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préjugé)
Επίθετο[επεξεργασία]
προληπτικός, -ή, -ό
- που προλαμβάνει, που με τις εκ των προτέρων ενέργειες ή πράξεις του προλαβαίνει την εκδήλωση ή την εμφάνιση κάποιων πραγμάτων, τα αποτρέπει ή τα ματαιώνει
- που έχει προλήψεις ή πιστεύει σ’ αυτές
- → δείτε τη λέξη δεισιδαίμων
[επεξεργασία]
- προληπτικά
- προληπτικώς
- → δείτε τις λέξεις προλαβαίνω, προλαμβάνω και λαμβάνω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- προληπτική λογοκρισία: λογοκρισία που εφαρμόζεται εκ των προτέρων, ώστε να προλάβει ανεπιθύμητες ενέργειες
- προληπτική αφομοίωση: (γλωσσολογία) όταν κατά τη διαδικασία της αφομοίωσης ο φθόγγος που αφομοιώνεται προηγείται αυτού που την προκαλεί
- προληπτικό κατηγορούμενο: (γραμματική) που εκ των προτέρων δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας κάποιου ρήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεισιδαίμων