προληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προληπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προληπτικός (προκαταβολικός) (<αρχαία ελληνική προλαμβάνω). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + ληπ- (λαμβάνω) + -τικός
- για τη σημασία «που προλαβαίνει» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préventif
- για τη σημασία «πρόληψη, δεισιδαιμονία» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préjugé [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐λη‐πτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]προληπτικός, -ή, -ό
- που προλαμβάνει, που με τις εκ των προτέρων ενέργειες ή πράξεις του προλαβαίνει την εκδήλωση ή την εμφάνιση κάποιων πραγμάτων, τα αποτρέπει ή τα ματαιώνει
- που έχει προλήψεις ή πιστεύει σ’ αυτές
- → δείτε τη λέξη δεισιδαίμων
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις προλαβαίνω, προλαμβάνω και λαμβάνω
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- προληπτική ιατρική[2]
- προληπτική λογοκρισία: λογοκρισία που εφαρμόζεται εκ των προτέρων, ώστε να προλάβει ανεπιθύμητες ενέργειες
- προληπτική αφομοίωση (γλωσσολογία)
- προληπτικό κατηγορούμενο (γραμματική)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεισιδαίμων
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προληπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προληπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προληπτικός < < προ- + ληπτικός (< αρχαία ελληνική προλαμβάνω. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ληπ- (λαμβάνω)+ -τικός
Πηγές
[επεξεργασία]- προληπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)