βγαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βγαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐβγαίνω < αμάρτυρο **ἐγβαίνω με αντιμετάθεση των συμφώνων < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω με μερική αφομοίωση [kv] > [ɣv].[1] Δείτε και το βγάζω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvʝe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βγαί‐νω

βγαίνω , πρτ.: έβγαινα, στ.μέλλ.: θα βγω, αόρ.: βγήκα, μτχ.π.π.: βγαλμένος

  1. προχωρώ ώστε να βρεθώ έξω από ένα κλειστό χώρο
     συνώνυμα: εξέρχομαι
     αντώνυμα: μπαίνω, εισέρχομαι
  2. πηγαίνω για διασκέδαση, συνήθως με παρέα
  3. έχω ερωτική σχέση με ένα άτομο
    Πόσο καιρό βγαίνεις μαζί της;
  4. (για φυτά) βλασταίνω, φυτρώνω
    Έχουν βγει τα σπαράγγια. Πάμε να μαζέψουμε;
    • (για μέρη φυτών, κλαδιά, άνθη, καρπούς)
  5. (για επαγγελματικούς χώρους) αρχίζω τη σταδιοδρομία μου
    Βγήκε στο θέατρο σε ηλικία 18 χρονών.
  6. προέρχομαι
    Από πού βγαίνει η λέξη αυτή;
  7. (για έντυπα, ταινίες, δίσκους κλπ) κυκλοφορώ
  8. αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις
    Δεν έβγαινε οικονομικά το μαγαζί του και αναγκάστηκε να το κλείσει.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βγαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.