εισέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισέρχομαι < αρχαία ελληνική εἰσέρχομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
εισέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- προχωρώ από το εξωτερικό προς το εσωτερικό ενός χώρου
- προχωρώ σε μια νέα φάση μιας διαδικασίας
- οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στην τελική τους φάση