get

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

get < (κληρονομημένο) μέση αγγλική get < παλαιά νορβηγική geta < πρωτογερμανική ʒetanan (πβ. αγγλοσαξονικό gietan, γοτθικό bi-gitan) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghéd-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɪt/ & /ɡɛt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
get gets

get (en) (σπανιότερα)

  1. ο απόγονος
  2. η γενεαλογία
  3. (αθλητισμός) δύσκολη απόκρουση μιας βολής στο τένις

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας get
γ΄ ενικό ενεστώτα gets
αόριστος got
παθητική μετοχή got, gotten
ενεργητική μετοχή getting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό)

get (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο)
    1. βγαίνω, μπαίνω, πηγαίνω, περνάω, προχωρώ προς ή από ένα συγκεκριμένο μέρος ή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
      I got out to get some fresh air.
      Bγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα.
      The burglar got in and got out through the window./The burglar got in and out through the window.
      Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο.
      I get on the train/the ship/the airplane.
      Μπαίνω στο τρένο/στο πλοίο/στο αεροπλάνο.
      I am getting in the car./I am getting into the car.
      Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
      The ship got into the port.
      Tο πλοίο μπήκε στο λιμάνι.
      He is in pain because a thorn got into his foot.
      Πονάει, γιατί του μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι.
      The dust had gotten in everywhere.
      Η σκόνη είχε μπει παντού.
      Get over here!
      Πήγαινε εκεί πέρα!
      Can you get me across the lake?
      Μπορείς να με περάσεις απέναντι στην λίμνη.
  2. (μεταβατικό)
    1. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, λαμβάνω κάτι
      Have you gotten news from him?
      Πήρες ειδήσεις του;
      He gets more money than me.
      Παίρνει περισσότερα χρήματα από μένα.
      I got the gift (you sent me) and I thank you.
      Πήρα το δώρο (που μου στείλατε) και σας ευχαριστώ.
      Did you get my message?
      Έλαβες το μήνυμά μου;
      We got your letter dated the 5th of April.
      Ελάβαμε την επιστολή σας της 5 ης Απριλίου.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receive
    2. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, βγάζω, αποκτώ κάτι
      -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
      -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
      You need to get permission to leave early.
      Πρέπει να πάρεις άδεια για να φύγεις νωρίς.
      I am getting something (out) from a drawer.
      Βγάζω κάτι από ένα συρτάρι.
      We just got another member in the family.
      Μόλις αποχτήσαμε κι άλλο ένα μέλος στην οικογένεια.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obtain
    3. παίρνω, αγοράζω κάτι
      I will get a new car.
      Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
      I'm going to get a computer tomorrow.
      Θα πάρω/αγοράσω ένα κομπιούτερ αύριο.
      We need to get gas as soon as possible.
      Πρέπει να πάρουμε πετρέλαιο το συντομότερο.
      He got me a gold watch.
      Mου πήρε ένα χρυσό ρολόι.
      What will you get me from Paris?
      Tι θα μου πάρεις από το Παρίσι;
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy
    4. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αποκτώ ή λαμβάνω ένα χρηματικό ποσό πουλώντας κάτι
      How much do you get a month?
      Πόσα παίρνεις το μήνα;
      What salary are you getting?
      Tι μισθό παίρνεις;
      He gets one hundred thousand per month from rent.
      Aπό τα ενοίκια παίρνει εκατό χιλιάδες το μήνα.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη earn
    5. παίρνω, φέρνω, πηγαίνω σε ένα μέρος και φέρνω κάποιον ή κάτι πίσω
      I will get your from your hotel at 7.
      Θα σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7.
      I will come to the airport to get you.
      Θα έρθω στο αεροδρόμιο να σε πάρω.
      Can you get my bag, please?
      Μπορείς/μπορείτε να μου φέρεις την τσάντα μου, παρακαλώ;
       συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις bring και pick up
    6. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο βαθμό σε μια εξέταση ή μια τάξη
      I get good grades.
      Παίρνω καλούς βαθμούς.
      I got 18 in History.
      Πήρα (βαθμό) 18 στην Ιστορία.
    7. (χωρίς παθητική φωνή) κολλάω, αρχίζω να προσβληθεί από αρρώστια, υποφέρω από πόνο, κτλ.
      I went on holiday and got malaria.
      Πήγα διακοπές και κόλλησα μαλάρια.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contract
    8. (χωρίς παθητική φωνή) τρώω φυλακή, λαμβάνω κάτι ως τιμωρία
      He got 6 years for that job.
      Έφαγε 6 χρόνια για αυτή τη δουλειά.
    9. (χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι στο διαδίκτυο ή σε τηλεφωνικό δίκτυο, λαμβάνω εκπομπές από έναν συγκεκριμένο τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό
      All the villages get phone reception.
      Όλα τα χωριά συνδέονται με τηλέφωνο.
    10. (χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι με κάποιον μέσω τηλεφώνου
      I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
      Του τηλεφώνησα πολλές φορές αλλά δεν μπόρεσα να συνδεθώ (μαζί του).
      Can you get me through to the Manager, please?
      Μπορείτε να με συνδέστε με το Διευθυντή, παρακαλώ;
    11. (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω ένα μεταφορικό μέσο
      I normally get the 7:45 train.
      Συνήθως, παίρνω το τρένο των 7:45.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη catch
    12. κάνω, πάω, φτάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ή κάνω κάποιον ή κάτι να φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
      That song gets me so depressed.
      Αυτό το τραγούδι με κάνει λυπημένο.
      He was hoping that things would get better.
      Ήλπιζε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα.
    13. κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει, υπάρχουν πολλές μεταφράσεις γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλές πράξεις. Κάποια κοινά παραδείγματα:
      • τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
        I got done with the cleaning.
        Τελείωσα με το καθάρισμα.
        Did you get through (=finish) the newspaper/with the garden.
        Τελείωσες με την εφημερίδα/με τον κήπο;
        I will never get this worked finished!
        Δεν θα τελειώσω ποτέ αυτή τη δουλειά!
      • κουρεύω, για μαλλιά
        When did you last get your hair cut?
        Πότε κουρεύτηκες τελευταία;
      • βάζω, βγάζω, για ρούχα
        I can't get these boots off.
        Δεν μπορώ να βγάλω αυτές τις μπότες.
        I can't get these boots on.
        Δεν μπορώ να βάλω αυτές τις μπότες.
    14. καταφέρνω, βάζω, κάνω ή πείθω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
      She got him to agree to it.
      Τον κατάφερε να συμφωνήσει.
      I got him to chop the wood.
      Τον έβαλα να κόψει τα ξύλα.
      I got the house painted.
      Έβαλα να μου βάψουν το σπίτι.
      When did you get it cleaned?
      Πότε έβαλες και το καθάρισαν;
       συνώνυμα: make
    15. πηγαίνω, βάζω εμπρός, αρχίζω να κάνω κάτι
      We ought to get moving or we'll be late.
      Πρέπει να πηγαίνουμε, θ' αργήσουμε.
      Before we could get it going…
      Πριν μπορέσουμε να τη βάλουμε εμπρός
      We had gotten the project well under way when…
      Είχαμε βάλει εμπρός τη δουλειά ωραία όταν…
      The news has got me thinking.
      Τα νέα με έβαλαν σε σκέψεις.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη start
    16. (κυρίως βρετανική σημασία) παίρνω, ετοιμάζω ένα γεύμα
      I am getting breakfast.
      Παίρνω πρόγευμα.
       συνώνυμα: make
    17. (χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) απαντάω στο τηλέφωνο ή σε μια πόρτα όταν κάποιος καλεί, χτυπά κτλ.
      We knocked on the door, but they didn’t get it.
      Xτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν.
      I called you, but no one got the phone.
      Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη answer
    18. πιάνω ή δέρνω κάποιον, ειδικά για να τον βλάψω ή να τον τιμωρήσω
      The cops finally got him.
      Οι αστυνόμοι τελικώς τον έπιασαν.
      I'm gonna get him for that.
      Θα τον δείρω γι' αυτό.
    19. (χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) καταλαβαίνω, πιάνω, μπαίνω, ακούω καλά ώστε να καταλάβω
      I don’t get you.
      Δεν σε καταλαβαίνω.
      I didn’t get what he said/his name.
      Δεν κατάλαβα τι είπε/το όνομά του.
      Did you get it?
      Μπήκες;
      Say that again, I didn’t get it!
      Ξαναπέσ' το, δεν μπήκα!
      Sorry, I didn't get that. Could you repeat it?
      Συγγνώμη, δεν άκουσα καλά. Μπορείτε/Μπορείς να επαναλάβετε/επαναλάβεις;
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
    20. (ανεπίσημο) στριμώχνω, δυσκολεύω πχ. για ερώτηση, πρόβλημα, κάνω κάποιον να αισθάνεται σύγχυση επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
      That question's really got me.
      Αυτή η ερώτηση με στρίμωξε.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη confuse
    21. χρησιμοποιείται για να σχηματιστούν παθητικοί τύποι αντί του ρήματος be
      He got was bitten by a dog.
      Τον δάγκωσε ένα σκυλί. (κυριολεκτικά: Αυτός δαγκώθηκε από έναν σκύλο)
      I got was confused by his explanations.
      Με μπέρδεψε με τις εξηγήσεις του.
  3. (αμετάβατο)
    1. φτάνω σε κάποιο μέρος ή πλησιάζω κάπου
      When are we going to get to London?
      Πότε φτάνεις στο Λονδίνο;
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrive
    2. (ανεπίσημο) μπορώ, έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι
      At last, I got to see him.
      Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
      I didn’t get to go yesterday.
      Δεν μπόρεσα να πάω χτες.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • get - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 153, 154, 161, 424, 474, 491-492, 643-644, 692-695, 844, 897-898. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκτώ, βάζω, βαθμός, βγάζω, καταλαβαίνω, κουρεύω, λαμβάνω, παίρνω, περνώ, συνδέω, τρώ(γ)ω



Λουξεμβουργιανά (lb)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

get (lb)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

get (sv)