get
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- get < (κληρονομημένο) μέση αγγλική get < παλαιά νορβηγική geta < πρωτογερμανική ʒetanan (πβ. αγγλοσαξονικό gietan, γοτθικό bi-gitan) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghéd-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
get | gets |
get (en) (σπανιότερα)
- ο απόγονος
- η γενεαλογία
- (αθλητισμός) δύσκολη απόκρουση μιας βολής στο τένις
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | get |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets |
αόριστος | got |
παθητική μετοχή | got, gotten |
ενεργητική μετοχή | getting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό) |
get (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο)
- βγαίνω, μπαίνω, πηγαίνω, περνάω, προχωρώ προς ή από ένα συγκεκριμένο μέρος ή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
- ↪ I got out to get some fresh air.
- Bγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα.
- ↪ The burglar got in and got out through the window./The burglar got in and out through the window.
- Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο.
- ↪ I get on the train/the ship/the airplane.
- Μπαίνω στο τρένο/στο πλοίο/στο αεροπλάνο.
- ↪ I am getting in the car./I am getting into the car.
- Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
- ↪ The ship got into the port.
- Tο πλοίο μπήκε στο λιμάνι.
- ↪ He is in pain because a thorn got into his foot.
- Πονάει, γιατί του μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι.
- ↪ The dust had gotten in everywhere.
- Η σκόνη είχε μπει παντού.
- ↪ Get over here!
- Πήγαινε εκεί πέρα!
- ↪ Can you get me across the lake?
- Μπορείς να με περάσεις απέναντι στην λίμνη.
- ↪ I got out to get some fresh air.
- βγαίνω, μπαίνω, πηγαίνω, περνάω, προχωρώ προς ή από ένα συγκεκριμένο μέρος ή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
- (μεταβατικό)
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, λαμβάνω κάτι
- ↪ Have you gotten news from him?
- Πήρες ειδήσεις του;
- ↪ He gets more money than me.
- Παίρνει περισσότερα χρήματα από μένα.
- ↪ I got the gift (you sent me) and I thank you.
- Πήρα το δώρο (που μου στείλατε) και σας ευχαριστώ.
- ↪ Did you get my message?
- Έλαβες το μήνυμά μου;
- ↪ We got your letter dated the 5th of April.
- Ελάβαμε την επιστολή σας της 5 ης Απριλίου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receive
- ↪ Have you gotten news from him?
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, βγάζω, αποκτώ κάτι
- ↪ -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
- -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
- ↪ You need to get permission to leave early.
- Πρέπει να πάρεις άδεια για να φύγεις νωρίς.
- ↪ I am getting something (out) from a drawer.
- Βγάζω κάτι από ένα συρτάρι.
- ↪ We just got another member in the family.
- Μόλις αποχτήσαμε κι άλλο ένα μέλος στην οικογένεια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obtain
- ↪ -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
- παίρνω, αγοράζω κάτι
- ↪ I will get a new car.
- Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
- ↪ I'm going to get a computer tomorrow.
- Θα πάρω/αγοράσω ένα κομπιούτερ αύριο.
- ↪ We need to get gas as soon as possible.
- Πρέπει να πάρουμε πετρέλαιο το συντομότερο.
- ↪ He got me a gold watch.
- Mου πήρε ένα χρυσό ρολόι.
- ↪ What will you get me from Paris?
- Tι θα μου πάρεις από το Παρίσι;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy
- ↪ I will get a new car.
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αποκτώ ή λαμβάνω ένα χρηματικό ποσό πουλώντας κάτι
- παίρνω, φέρνω, πηγαίνω σε ένα μέρος και φέρνω κάποιον ή κάτι πίσω
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο βαθμό σε μια εξέταση ή μια τάξη
- ↪ I get good grades.
- Παίρνω καλούς βαθμούς.
- ↪ I got 18 in History.
- Πήρα (βαθμό) 18 στην Ιστορία.
- ↪ I get good grades.
- (χωρίς παθητική φωνή) κολλάω, αρχίζω να προσβληθεί από αρρώστια, υποφέρω από πόνο, κτλ.
- (χωρίς παθητική φωνή) τρώω φυλακή, λαμβάνω κάτι ως τιμωρία
- ↪ He got 6 years for that job.
- Έφαγε 6 χρόνια για αυτή τη δουλειά.
- ↪ He got 6 years for that job.
- (χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι στο διαδίκτυο ή σε τηλεφωνικό δίκτυο, λαμβάνω εκπομπές από έναν συγκεκριμένο τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό
- ↪ All the villages get phone reception.
- Όλα τα χωριά συνδέονται με τηλέφωνο.
- ↪ All the villages get phone reception.
- (χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι με κάποιον μέσω τηλεφώνου
- ↪ I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
- Του τηλεφώνησα πολλές φορές αλλά δεν μπόρεσα να συνδεθώ (μαζί του).
- ↪ Can you get me through to the Manager, please?
- Μπορείτε να με συνδέστε με το Διευθυντή, παρακαλώ;
- ↪ I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω ένα μεταφορικό μέσο
- κάνω, πάω, φτάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ή κάνω κάποιον ή κάτι να φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ That song gets me so depressed.
- Αυτό το τραγούδι με κάνει λυπημένο.
- ↪ He was hoping that things would get better.
- Ήλπιζε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα.
- ↪ That song gets me so depressed.
- κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει, υπάρχουν πολλές μεταφράσεις γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλές πράξεις. Κάποια κοινά παραδείγματα:
- τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
- ↪ I got done with the cleaning.
- Τελείωσα με το καθάρισμα.
- ↪ Did you get through (=finish) the newspaper/with the garden.
- Τελείωσες με την εφημερίδα/με τον κήπο;
- ↪ I will never get this worked finished!
- Δεν θα τελειώσω ποτέ αυτή τη δουλειά!
- ↪ I got done with the cleaning.
- κουρεύω, για μαλλιά
- ↪ When did you last get your hair cut?
- Πότε κουρεύτηκες τελευταία;
- ↪ When did you last get your hair cut?
- βάζω, βγάζω, για ρούχα
- ↪ I can't get these boots off.
- Δεν μπορώ να βγάλω αυτές τις μπότες.
- ↪ I can't get these boots on.
- Δεν μπορώ να βάλω αυτές τις μπότες.
- ↪ I can't get these boots off.
- τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
- καταφέρνω, βάζω, κάνω ή πείθω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
- πηγαίνω, βάζω εμπρός, αρχίζω να κάνω κάτι
- ↪ We ought to get moving or we'll be late.
- Πρέπει να πηγαίνουμε, θ' αργήσουμε.
- ↪ Before we could get it going…
- Πριν μπορέσουμε να τη βάλουμε εμπρός…
- ↪ We had gotten the project well under way when…
- Είχαμε βάλει εμπρός τη δουλειά ωραία όταν…
- ↪ The news has got me thinking.
- Τα νέα με έβαλαν σε σκέψεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη start
- ↪ We ought to get moving or we'll be late.
- (κυρίως βρετανική σημασία) παίρνω, ετοιμάζω ένα γεύμα
- (χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) απαντάω στο τηλέφωνο ή σε μια πόρτα όταν κάποιος καλεί, χτυπά κτλ.
- πιάνω ή δέρνω κάποιον, ειδικά για να τον βλάψω ή να τον τιμωρήσω
- ↪ The cops finally got him.
- Οι αστυνόμοι τελικώς τον έπιασαν.
- ↪ I'm gonna get him for that.
- Θα τον δείρω γι' αυτό.
- ↪ The cops finally got him.
- (χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) καταλαβαίνω, πιάνω, μπαίνω, ακούω καλά ώστε να καταλάβω
- ↪ I don’t get you.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- ↪ I didn’t get what he said/his name.
- Δεν κατάλαβα τι είπε/το όνομά του.
- ↪ Did you get it?
- Μπήκες;
- ↪ Say that again, I didn’t get it!
- Ξαναπέσ' το, δεν μπήκα!
- ↪ Sorry, I didn't get that. Could you repeat it?
- Συγγνώμη, δεν άκουσα καλά. Μπορείτε/Μπορείς να επαναλάβετε/επαναλάβεις;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ↪ I don’t get you.
- (ανεπίσημο) στριμώχνω, δυσκολεύω πχ. για ερώτηση, πρόβλημα, κάνω κάποιον να αισθάνεται σύγχυση επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
- χρησιμοποιείται για να σχηματιστούν παθητικοί τύποι αντί του ρήματος be
- ↪ He got
wasbitten by a dog.- Τον δάγκωσε ένα σκυλί. (κυριολεκτικά: Αυτός δαγκώθηκε από έναν σκύλο)
- ↪ I got
wasconfused by his explanations.- Με μπέρδεψε με τις εξηγήσεις του.
- ↪ He got
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, λαμβάνω κάτι
- (αμετάβατο)
[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'get' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'get' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Συγγενικά και Παράγωγα
Πηγές[επεξεργασία]
- get - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 153, 154, 161, 424, 474, 491-492, 643-644, 692-695, 844, 897-898. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκτώ, βάζω, βαθμός, βγάζω, καταλαβαίνω, κουρεύω, λαμβάνω, παίρνω, περνώ, συνδέω, τρώ(γ)ω
Λουξεμβουργιανά (lb)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
get (lb)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
get (sv)
- (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Λουξεμβουργιανή γλώσσα
- Αντωνυμίες (λουξεμβουργιανά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Θηλαστικά (σουηδικά)
- Ζώα (σουηδικά)