get

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

get < (κληρονομημένο) μέση αγγλική get < παλαιά νορβηγική geta < πρωτογερμανική ʒetanan (πβ. αγγλοσαξονικό gietan, γοτθικό bi-gitan) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghéd-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɪt/ & /ɡɛt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
get gets

get (en) (σπανιότερα)

  1. ο απόγονος
  2. η γενεαλογία
  3. (αθλητισμός) δύσκολη απόκρουση μιας βολής στο τένις

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας get
γ΄ ενικό ενεστώτα gets
αόριστος got
παθητική μετοχή got, gotten
ενεργητική μετοχή getting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό)

get (en)

  1. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, λαμβάνω κάτι
    Have you gotten news from him?
    Πήρες ειδήσεις του;
    He gets more money than me.
    Παίρνει περισσότερα χρήματα από μένα.
    I got the gift (you sent me) and I thank you.
    Πήρα το δώρο (που μου στείλατε) και σας ευχαριστώ.
    Did you get my message?
    Έλαβες το μήνυμά μου;
    We got your letter dated the 5th of April.
    Ελάβαμε την επιστολή σας της 5 ης Απριλίου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receive
  2. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, βγάζω, αποκτώ κάτι
    -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
    -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
    You need to get permission to leave early.
    Πρέπει να πάρεις άδεια για να φύγεις νωρίς.
    I am getting something from the drawer.
    Βγάζω κάτι από το συρτάρι.
    We just got another member in the family.
    Μόλις αποχτήσαμε κι άλλο ένα μέλος στην οικογένεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obtain
  3. (μεταβατικό) παίρνω, αγοράζω κάτι
    I will get a new car.
    Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
    I’m going to get a computer tomorrow.
    Θα πάρω/αγοράσω ένα κομπιούτερ αύριο.
    We need to get gas as soon as possible.
    Πρέπει να πάρουμε πετρέλαιο το συντομότερο.
    He got me a gold watch.
    Μου πήρε ένα χρυσό ρολόι.
    What will you get me from Paris?
    Τι θα μου πάρεις από το Παρίσι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy
  4. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αποκτώ ή λαμβάνω ένα χρηματικό ποσό πουλώντας κάτι
    How much do you get a month?
    Πόσα παίρνεις το μήνα;
    What salary are you getting?
    Τι μισθό παίρνεις;
    He gets one hundred thousand per month from rent.
    Από τα ενοίκια παίρνει εκατό χιλιάδες το μήνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη earn
  5. (μεταβατικό) παίρνω, φέρνω, πηγαίνω σε ένα μέρος και φέρνω κάποιον ή κάτι πίσω
    I will get you from your hotel at 7.
    Θα σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7.
    I will come to the airport to get you.
    Θα έρθω στο αεροδρόμιο να σε πάρω.
    Can you get me my bag, please?
    Μπορείς να μου φέρεις την τσάντα μου, παρακαλώ;
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις bring και pick up
  6. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο βαθμό σε μια εξέταση ή μια τάξη
    I get good grades.
    Παίρνω καλούς βαθμούς.
    I got 18 in History.
    Πήρα (βαθμό) 18 στην Ιστορία.
  7. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) κολλάω, αρχίζω να προσβληθεί από αρρώστια, υποφέρω από πόνο, κτλ.
    I went on holiday and got malaria.
    Πήγα διακοπές και κόλλησα μαλάρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contract
  8. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) τρώω φυλακή, λαμβάνω κάτι ως τιμωρία
    He got 6 years for that job.
    Έφαγε 6 χρόνια για αυτή τη δουλειά.
  9. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι στο διαδίκτυο ή σε τηλεφωνικό δίκτυο, λαμβάνω εκπομπές από έναν συγκεκριμένο τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό
    All the villages get phone reception.
    Όλα τα χωριά συνδέονται με τηλέφωνο.
  10. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι με κάποιον μέσω τηλεφώνου
    I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
    Του τηλεφώνησα πολλές φορές αλλά δεν μπόρεσα να συνδεθώ (μαζί του).
    Can you get me through to the Manager, please?
    Μπορείτε να με συνδέστε με το Διευθυντή, παρακαλώ;
  11. (αμετάβατο) φτάνω σε κάποιο μέρος ή σημείο
    When are we going to get to London?
    Πότε φτάνουμε στο Λονδίνο;
    I know how to get there.
    Ξέρω πώς να φτάσω εκεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrive
  12. (μεταβατικό και αμετάβατο) βγαίνω, μπαίνω, πηγαίνω, περνάω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, προχωρώ προς ή από ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια συγκεκριμένη κατεύθυνση· κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
    I got out to get some fresh air.
    Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα.
    The burglar got in and got out through the window./The burglar got in and out through the window.
    Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο.
    I am getting on the train/the ship/the airplane.
    Μπαίνω στο τρένο/στο πλοίο/στο αεροπλάνο.
    I am getting in the car./I am getting into the car.
    Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
    The ship got into the port.
    Tο πλοίο μπήκε στο λιμάνι.
    He is in pain because a thorn got in his foot.
    Πονάει, γιατί του μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι.
    The dust had gotten in everywhere.
    Η σκόνη είχε μπει παντού.
    Get over here!
    Πήγαινε εκεί πέρα!
    Can you get me across the lake?
    Μπορείς να με περάσεις απέναντι στην λίμνη.
    I am getting on the ship./I am getting onto the ship.
    Ανεβαίνω στο πλοίο.
    We will be getting on a train/plane/bus.
    Θα ανέβουμε σε τρένο/αεροπλάνο/λεωφορείο.
    She got on the horse/the bike.
    Ανέβηκε στο άλογο/ποδήλατο.
    Get off/Get down right now!
    Κατέβα αμέσως!
    I will get off at the next stop.
    Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
    We got down from the tree./We got off of the tree.
    Κατεβήκαμε από το δέντρο.
  13. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω ένα μεταφορικό μέσο
    Normally, I get the 7:45 train.
    Συνήθως, παίρνω το τρένο των 7:45.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη catch
  14. γίνομαι, κάνω, πάω ή οποιαδήποτε άλλα ρήματα που δηλώνουν κατάσταση· φτάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση· κάνω κάποιον ή κάτι να φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    The situation got very difficult.
    Η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη.
    Maria got well.
    Η Μαρία έγινε καλά.
    How does it get so complicated?
    Πώς γίνεται τόσο περίπλοκο;
    Things have gotten so expensive.
    Τα πράγματα έχουν γίνει τόσο ακριβά.
    That song gets me so depressed.
    Αυτό το τραγούδι με κάνει λυπημένο.
    I couldn’t get him to laugh.
    Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
    He was hoping that things would get better.
    Ήλπιζε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα.
    It got dark and we had yet to arrive.
    Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
    I am getting very tired and I’m going to sleep.
    Κουράζομαι πολύ και θα πάω για ύπνο.
    What will you be when you get older?
    Τη θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
    I am on the third page and I have already gotten bored of this book.
    Είμαι στην τρίτη σελίδα και έχω ήδη βαρεθεί αυτό το βιβλίο.
    Your coffee will get cold.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
    I am getting very hot, open a window!
    Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
  15. (μεταβατικό) κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει. Υπάρχουν πολλές μεταφράσεις γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλές πράξεις. Κάποια κοινά παραδείγματα:
    • τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
      I got done with the cleaning.
      Τελείωσα με το καθάρισμα.
      I will never get this worked finished!
      Δεν θα τελειώσω ποτέ αυτή τη δουλειά!
    • κουρεύω, για μαλλιά
      When did you last get your hair cut?
      Πότε κουρεύτηκες τελευταία;
    • βάζω, βγάζω, για ρούχα
      I can't get these boots off.
      Δεν μπορώ να βγάλω αυτές τις μπότες.
      I can't get these boots on.
      Δεν μπορώ να βάλω αυτές τις μπότες.
  16. (μεταβατικό) καταφέρνω, βάζω, κάνω ή πείθω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
    She got him to agree to it.
    Τον κατάφερε να συμφωνήσει.
    I can’t get the car to start.
    Δεν τα καταφέρνω να βάλω μπρος το αυτοκίνητο.
    I got him to chop the wood.
    Τον έβαλα να κόψει τα ξύλα.
    I got them to paint my house.
    Έβαλα να μου βάψουν το σπίτι.
    They got me to repeat the story.
    Με έκαναν να επαναλάβω την ιστορία.
     συνώνυμα: make
  17. (μεταβατικό) πηγαίνω, βάζω εμπρός, αρχίζω να κάνω κάτι
    We ought to get moving or we'll be late.
    Πρέπει να πηγαίνουμε, θ' αργήσουμε.
    Before we could get it going
    Πριν μπορέσουμε να τη βάλουμε εμπρός
    We had gotten the project well under way when…
    Είχαμε βάλει εμπρός τη δουλειά ωραία όταν…
    The news has got me thinking.
    Τα νέα με έβαλαν σε σκέψεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη start
  18. (αμετάβατο, ανεπίσημο) μπορώ, έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι
    At last, I got to see him.
    Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
    I didn’t get to go yesterday.
    Δεν μπόρεσα να πάω χτες.
  19. (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) παίρνω, ετοιμάζω ένα γεύμα
    I am getting breakfast.
    Παίρνω πρόγευμα.
     συνώνυμα: make
  20. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) απαντάω στο τηλέφωνο ή σε μια πόρτα όταν κάποιος καλεί, χτυπά κτλ.
    We knocked on the door, but they didn’t get it.
    Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν.
    I called you, but no one got the phone.
    Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη answer
  21. (μεταβατικό) πιάνω ή δέρνω κάποιον, ειδικά για να τον βλάψω ή να τον τιμωρήσω
    The cops finally got him.
    Οι αστυνόμοι τελικώς τον έπιασαν.
    I'm gonna get him for that.
    Θα τον δείρω γι' αυτό.
  22. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) καταλαβαίνω, πιάνω, μπαίνω, ακούω καλά ώστε να καταλάβω
    I don’t get you.
    Δεν σε καταλαβαίνω.
    I didn’t get what he said/his name.
    Δεν κατάλαβα τι είπε/το όνομά του.
    Did you get it?
    Μπήκες;
    Say that again, I didn’t get it!
    Ξαναπέσ' το, δεν μπήκα!
    Sorry, I didn't get that. Could you repeat it?
    Συγγνώμη, δεν άκουσα καλά. Μπορείτε να επαναλάβετε;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  23. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) στριμώχνω, δυσκολεύω πχ. για ερώτηση, πρόβλημα, κάνω κάποιον να αισθάνεται σύγχυση επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
    That question's really got me.
    Αυτή η ερώτηση με στρίμωξε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη confuse
  24. χρησιμοποιείται για να σχηματιστούν παθητικοί τύποι αντί του ρήματος be
    He got was bitten by a dog.
    Αυτός δαγκώθηκε από έναν σκύλο.
    She was getting being paid by the man for years.
    Πληρωνόταν από τον άντρα για χρόνια.
    You need to get be examined by a doctor.
    Πρέπει να σε κοιτάξει γιατρός.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • get - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 153, 154, 161, 424, 474, 491-492, 643-644, 692-695, 844, 897-898. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκτώ, βάζω, βαθμός, βγάζω, καταλαβαίνω, κουρεύω, λαμβάνω, παίρνω, περνώ, συνδέω, τρώ(γ)ω



Λουξεμβουργιανά (lb)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

get (lb)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

get (sv)