κουρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρεύω < ελληνιστική κοινή κουρεύομαι < κουρά
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κουρεύω, πρτ.: κούρευα, στ.μέλλ.: θα κουρέψω, αόρ.: κούρεψα, παθ.φωνή: κουρεύομαι, μτχ.π.π.: κουρεμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ασ' τον να κουρεύεται : μην του δίνεις σημασία, δεν μπορεί να σε βλάψει, άσε τον να βράζει στο ζουμί του, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται αβοήθητος, με τη μεσαιωνική έννοια του κουρέματος μοναχών και καταδίκων)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουρεύω | κούρευα | θα κουρεύω | να κουρεύω | κουρεύοντας | |
β' ενικ. | κουρεύεις | κούρευες | θα κουρεύεις | να κουρεύεις | κούρευε | |
γ' ενικ. | κουρεύει | κούρευε | θα κουρεύει | να κουρεύει | ||
α' πληθ. | κουρεύουμε | κουρεύαμε | θα κουρεύουμε | να κουρεύουμε | ||
β' πληθ. | κουρεύετε | κουρεύατε | θα κουρεύετε | να κουρεύετε | κουρεύετε | |
γ' πληθ. | κουρεύουν(ε) | κούρευαν κουρεύαν(ε) |
θα κουρεύουν(ε) | να κουρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κούρεψα | θα κουρέψω | να κουρέψω | κουρέψει | ||
β' ενικ. | κούρεψες | θα κουρέψεις | να κουρέψεις | κούρεψε | ||
γ' ενικ. | κούρεψε | θα κουρέψει | να κουρέψει | |||
α' πληθ. | κουρέψαμε | θα κουρέψουμε | να κουρέψουμε | |||
β' πληθ. | κουρέψατε | θα κουρέψετε | να κουρέψετε | κουρέψτε | ||
γ' πληθ. | κούρεψαν κουρέψαν(ε) |
θα κουρέψουν(ε) | να κουρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουρέψει | είχα κουρέψει | θα έχω κουρέψει | να έχω κουρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κουρέψει | είχες κουρέψει | θα έχεις κουρέψει | να έχεις κουρέψει | έχε κουρεμένο | |
γ' ενικ. | έχει κουρέψει | είχε κουρέψει | θα έχει κουρέψει | να έχει κουρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουρέψει | είχαμε κουρέψει | θα έχουμε κουρέψει | να έχουμε κουρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κουρέψει | είχατε κουρέψει | θα έχετε κουρέψει | να έχετε κουρέψει | έχετε κουρεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κουρέψει | είχαν κουρέψει | θα έχουν κουρέψει | να έχουν κουρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κουρεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κουρεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κουρεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κουρεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουρεύομαι | κουρευόμουν(α) | θα κουρεύομαι | να κουρεύομαι | ||
β' ενικ. | κουρεύεσαι | κουρευόσουν(α) | θα κουρεύεσαι | να κουρεύεσαι | ||
γ' ενικ. | κουρεύεται | κουρευόταν(ε) | θα κουρεύεται | να κουρεύεται | ||
α' πληθ. | κουρευόμαστε | κουρευόμαστε κουρευόμασταν |
θα κουρευόμαστε | να κουρευόμαστε | ||
β' πληθ. | κουρεύεστε | κουρευόσαστε κουρευόσασταν |
θα κουρεύεστε | να κουρεύεστε | (κουρεύεστε) | |
γ' πληθ. | κουρεύονται | κουρεύονταν κουρευόντουσαν |
θα κουρεύονται | να κουρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουρεύτηκα | θα κουρευτώ | να κουρευτώ | κουρευτεί | ||
β' ενικ. | κουρεύτηκες | θα κουρευτείς | να κουρευτείς | κουρέψου | ||
γ' ενικ. | κουρεύτηκε | θα κουρευτεί | να κουρευτεί | |||
α' πληθ. | κουρευτήκαμε | θα κουρευτούμε | να κουρευτούμε | |||
β' πληθ. | κουρευτήκατε | θα κουρευτείτε | να κουρευτείτε | κουρευτείτε | ||
γ' πληθ. | κουρεύτηκαν κουρευτήκαν(ε) |
θα κουρευτούν(ε) | να κουρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουρευτεί | είχα κουρευτεί | θα έχω κουρευτεί | να έχω κουρευτεί | κουρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις κουρευτεί | είχες κουρευτεί | θα έχεις κουρευτεί | να έχεις κουρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουρευτεί | είχε κουρευτεί | θα έχει κουρευτεί | να έχει κουρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουρευτεί | είχαμε κουρευτεί | θα έχουμε κουρευτεί | να έχουμε κουρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουρευτεί | είχατε κουρευτεί | θα έχετε κουρευτεί | να έχετε κουρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουρευτεί | είχαν κουρευτεί | θα έχουν κουρευτεί | να έχουν κουρευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κουρεμένος - είμαστε, είστε, είναι κουρεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κουρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κουρεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κουρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κουρεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κουρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κουρεμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)