cut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cut (en)
- κομμένος, δρεπτός
- cut flowers trade - εμπόριο δρεπτών ανθέων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cut | cuts |
cut (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts |
αόριστος | cut |
παθητική μετοχή | cut |
ενεργητική μετοχή | cutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cut (en)