cutting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʌtɪŋ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cutting (en)

  1. το κόψιμο (η ενέργεια)
  2. κάτι που κόπηκε από ένα σύνολο, απόκομμα, απόσπασμα
  3. τμήμα ενός φυτού που κόβεται για τον πολλαπλασιασμό του με καταβολάδες
  4. το μοντάζ μιας ταινίας
  5. ένα στενό πέρασμα που διανοίχτηκε για να περάσει ένας δρόμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

cutting (en)

  1. που κόβει, κοπτικός, κοφτερός
  2. (για σχόλια, κριτική) δηκτικός

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

cutting (en)