μοντάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοντάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική montage < monter + -age < δημώδης λατινική *montāre, απαρέμφατο ενεστώτα του *monto (σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι) < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *men- (βουνό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοντάζ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας
- (τυπογραφία) η σύνθεση και συναρμολόγηση του υλικού προς εκτύπωση και ο χώρος όπου πραγματοποιείται η διαδικασία αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μοντάζ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)