μοντάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοντάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική montage < monter + -age < δημώδης λατινική *montāre, απαρέμφατο ενεστώτα του *monto (σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι) < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *men- (βουνό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοντάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (κινηματογράφος) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας
    η ταινία βρίσκεται στο μοντάζ
  2. (τυπογραφία) η σύνθεση και συναρμολόγηση του υλικού προς εκτύπωση και ο χώρος όπου πραγματοποιείται η διαδικασία αυτή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]