τέχνη
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τέχνη | τέχνες |
γενική | τέχνης | τεχνών |
αιτιατική | τέχνη | τέχνες |
κλητική | τέχνη | τέχνες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέχνη < αρχαία ελληνική τέχνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *teḱs-neh₂ < *teḱs- (ξυλουργώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέχνη θηλυκό
- ανθρώπινη δραστηριότητα που οδηγεί στην παραγωγή έργων αισθητικά άρτιων
- η γλυπτική ανήκει στις καλές τέχνες
- επάγγελμα ή άλλη ενασχόληση που απαιτεί επιδεξιότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας
- η τέχνη του ξυλουργού
- η στρατηγική τέχνη
- η τεχνική επιδεξιότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Επιθήματα
|
Πρόθημα τεχνο-: όπως |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τέχνη
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | τέχνη | τέχνα | τέχναι |
Γενική | τέχνης | τέχναιν | τεχνῶν |
Δοτική | τέχνῃ | τέχναιν | τέχναις |
Αιτιατική | τέχνην | τέχνα | τέχνας |
Κλητική | τέχνη | τέχνα | τέχναι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέχνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *teḱs-neh₂ < *teḱs- (ξυλουργώ). Συγγενές με τα τίκτω, τέκτων κ.ά.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /té.kʰnɛː/ (αρχαία ελληνικά)
- ΔΦΑ : /ˈte.xni/ (ελληνιστική κοινή)
- ΔΦΑ : /ˈte.xni/ (μεσαιωνική ελληνική)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέχνη θηλυκό
- τέχνη
- ικανότητα, επιδεξιότητα
- τρόπος, μέθοδος, σύστημα
- πονηριά, πανουργία
- τέχνημα, καλλιτέχνημα
- συντεχνία
- πραγματεία, διατριβή
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- -τεχνος όπως
- και περισσότερα από 160 σύνθετα @perseus.tufts.edu
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- τέχνη στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- τέχνη στο ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.