-τεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
-τεχνος < αρχαία ελληνική -τεχνος < τέχνη
Επίθημα[επεξεργασία]
-τεχνος, -η, -ο
- β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν πρόσωπο που ασχολείται ή σχετίζεται με μια τέχνη με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό
- επίσης και ουσιαστικοποιημένα αρσενικά
Σύνθετα[επεξεργασία]
- άτεχνος
- έντεχνος, εντέχνως
- κακότεχνος
- ομότεχνος (ουσιαστικό)
- περίτεχνος, περίτεχνα
- σύντεχνος (ουσιαστικό)
- φιλότεχνος
- κατάτεχνος
[επεξεργασία]
- επιρρήματα -τέχνως, -τεχνα
- ουσιαστικά θηλυκά -τεχνία
- επίθετα -τεχνικός
- -τέχνης
- τεχνο-
- και → δείτε τη λέξη τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-τεχνος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
-τεχνος < τέχνη
Επίθημα[επεξεργασία]
-τεχνος, -ος, -ον
- β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν πρόσωπο που ασχολείται ή σχετίζεται με μια τέχνη με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό