άτεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτεχνος | η | άτεχνη | το | άτεχνο |
γενική | του | άτεχνου | της | άτεχνης | του | άτεχνου |
αιτιατική | τον | άτεχνο | την | άτεχνη | το | άτεχνο |
κλητική | άτεχνε | άτεχνη | άτεχνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτεχνοι | οι | άτεχνες | τα | άτεχνα |
γενική | των | άτεχνων | των | άτεχνων | των | άτεχνων |
αιτιατική | τους | άτεχνους | τις | άτεχνες | τα | άτεχνα |
κλητική | άτεχνοι | άτεχνες | άτεχνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άτεχνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄτεχνος (‹ στερητικό α + -τεχνος ‹ τέκτων "δημιουργός"
Επίθετο
[επεξεργασία]άτεχνος, -η, -ο
- αυτός που δημιουργήθηκε χωρίς τέχνη
- άτεχνο σπίτι
- ≈ συνώνυμα: κακοφτιαγμένος, ακαλαίσθητος, χοντροκομμένος, ατζαμίδικος
- ≠ αντώνυμα: κομψός, καλοφτιαγμένος
- αυτός που αγνοεί τους κανόντες της τέχνης και της τεχνικής
- ο τεχνίτης που πήραμε αποδείχτηκε άτεχνος
- ≈ συνώνυμα: αδέξιος, αμέθοδος, ανεπιτήδειος, εμπειρικός, ατζαμής
- ≠ αντώνυμα: επιδέξιος, πεπειραμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ατεχνία
- κακοτεχνία
- κακότεχνος
- περίτεχνος
- και → δείτε το συνθετικό -τεχνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άτεχνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τεχνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)