ακαλαίσθητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαλαίσθητος < α- + καλαίσθητος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαλαίσθητος, -η, -ο
- που δεν έχει αίσθηση του ωραίου, που δεν έχει καλό γούστο
- που είναι φτιαγμένος χωρίς καλαισθησία, κακόγουστος
- ※ Η εικόνα του λαβάρου προκάλεσε δριμεία κριτική. Ο καλυμμένος πίσω από το κρυπτώνυμο Αμφικτύων εκτόξευσε χολή στην εφημερίδα Επιθεώρησις της 19ης Μαΐου 1887, σε άρθρο του, το οποίο ο Γύζης το είχε αντιγράψει! Δεν διστάζει να το αποκαλέσει χονδροειδές εικόνισμα και ακαλαίσθητο κακοτέχνημα, γέννημα αιθιοπικής χονδροτεχνίας. (Δημήτρης Παυλόπουλος, Πώς δημιουργήθηκε το Λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, uoa.gr, ανακτήθηκε στις 16/8/2025 )