Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακαλαίσθητος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αντικαλαισθητικός

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλαίσθητος η ακαλαίσθητη το ακαλαίσθητο
      γενική του ακαλαίσθητου της ακαλαίσθητης του ακαλαίσθητου
    αιτιατική τον ακαλαίσθητο την ακαλαίσθητη το ακαλαίσθητο
     κλητική ακαλαίσθητε ακαλαίσθητη ακαλαίσθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλαίσθητοι οι ακαλαίσθητες τα ακαλαίσθητα
      γενική των ακαλαίσθητων των ακαλαίσθητων των ακαλαίσθητων
    αιτιατική τους ακαλαίσθητους τις ακαλαίσθητες τα ακαλαίσθητα
     κλητική ακαλαίσθητοι ακαλαίσθητες ακαλαίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακαλαίσθητος < α- + καλαίσθητος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ακαλαίσθητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει αίσθηση του ωραίου, που δεν έχει καλό γούστο
  2. που είναι φτιαγμένος χωρίς καλαισθησία, κακόγουστος
      Η εικόνα του λαβάρου προκάλεσε δριμεία κριτική. Ο καλυμμένος πίσω από το κρυπτώνυμο Αμφικτύων εκτόξευσε χολή στην εφημερίδα Επιθεώρησις της 19ης Μαΐου 1887, σε άρθρο του, το οποίο ο Γύζης το είχε αντιγράψει! Δεν διστάζει να το αποκαλέσει χονδροειδές εικόνισμα και ακαλαίσθητο κακοτέχνημα, γέννημα αιθιοπικής χονδροτεχνίας. (Δημήτρης Παυλόπουλος, Πώς δημιουργήθηκε το Λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, uoa.gr, ανακτήθηκε στις 16/8/2025 )

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]