επιδεξιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδεξιότητα < μεσαιωνική ελληνική ἐπιδεξιότητα < αρχαία ελληνική ἐπιδεξιότης < ἐπί + δεξιότης < δεξιός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *deḱs-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδεξιότητα θηλυκό