μέθοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέθοδος | οι | μέθοδοι (μέθοδες) |
γενική | της | μεθόδου | των | μεθόδων |
αιτιατική | τη | μέθοδο | τις | μεθόδους (μέθοδες) |
κλητική | μέθοδε (μέθοδο) | μέθοδοι (μέθοδες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέθοδος < αρχαία ελληνική μέθοδος < μέθ- (< μετά-) + ὁδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέθοδος θηλυκό
- ορισμένη συστηματική προγραμματισμένη προσέγγιση προς κάποιο θέμα ή ενέργεια
- η επιστημονική μέθοδος βασίζεται σε παρατηρήσεις και πειράματα που μπορούν να επαναληφθούν με παρόμοια αποτελέσματα
- ανακαλύφθηκε μια καινούργια μέθοδος για τη θεραπεία της νόσου
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνάρτηση που ορίζεται μέσα σε κλάση, η οποία εκτελείται εξωτερικά μέσω της επίκλησης της κλάσης (στατική μέθοδος) ή κάποιου αντικειμένου αυτής
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέθοδος
πληροφορική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μέθ- (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)