Μετάβαση στο περιεχόμενο

méthode

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Methode, methode
      ενικός         πληθυντικός  
méthode méthodes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

méthode < μέση γαλλική methode < λατινική methodus < αρχαία ελληνική μέθοδος

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

méthode (fr) θηλυκό

  1. η μέθοδος
      « Ce n’est pas la bonne méthode pour apprendre à lire à un enfant. »
    «Αυτή δεν είναι η σωστή μέθοδος για να μάθει ένα παιδί να διαβάζει.»
  2. μια συνήθεια, μια έξη, κ.λπ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]