méthode
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
méthode | méthodes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]méthode < μέση γαλλική methode < λατινική methodus < αρχαία ελληνική μέθοδος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]méthode (fr) θηλυκό