μεθοδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεθοδευτικός < ελληνιστική κοινή μεθοδευτικός < μεθοδεύω < αρχαία ελληνική μέθοδος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεθοδευτικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθοδευτικός
|