συντεχνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντεχνία < (ελληνιστική κοινή) συντεχνία < αρχαία ελληνική σύντεχνος < σύν + τέχνη. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + -τεχνία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντεχνία θηλυκό
- ένωση επαγγελματιών, που κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα αποσκοπούσε στην προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της
- (κατ’ επέκταση) (καταχρηστικά) οποιαδήποτε ένωση και οργάνωση επαγγελματιών
- (μειωτικό) ένωση και οργάνωση επαγγελματιών που υποστηρίζει και προωθεί τα δικά της συμφέροντα σε βάρος άλλων ή του κοινωνικού συνόλου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συντεχνιακά
- συντεχνιακός
- → δείτε τις λέξεις συν και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντεχνία