συντεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντεχνία οι συντεχνίες
      γενική της συντεχνίας των συντεχνιών
    αιτιατική τη συντεχνία τις συντεχνίες
     κλητική συντεχνία συντεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντεχνία < (ελληνιστική κοινήσυντεχνία < αρχαία ελληνική σύντεχνος < σύν + τέχνη. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + -τεχνία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συντεχνία θηλυκό

  1. ένωση επαγγελματιών, που κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα αποσκοπούσε στην προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της
  2. (κατ’ επέκταση) (καταχρηστικά) οποιαδήποτε ένωση και οργάνωση επαγγελματιών
  3. (μειωτικό) ένωση και οργάνωση επαγγελματιών που υποστηρίζει και προωθεί τα δικά της συμφέροντα σε βάρος άλλων ή του κοινωνικού συνόλου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]