επαγγελματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επαγγελματίας | οι | επαγγελματίες |
γενική | του/της | επαγγελματία | των | επαγγελματιών |
αιτιατική | τον/την | επαγγελματία | τους/τις | επαγγελματίες |
κλητική | επαγγελματία | επαγγελματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.paŋ.ɟel.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παγ‐γελ‐μα‐τί‐ας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαγγελματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που ασκεί επάγγελμα
- (σε επιθετική λειτουργία) που ασκεί δραστηριότητα με συνέπεια, υπευθυνότητα και επιτυχία
- ↪ αν και ερασιτέχνης, έχει πολλές γνώσεις και ψαρεύει σαν επαγγελματίας ψαράς
- (μειωτικό) που ασκεί λειτούργημα μόνο και μόνο για υλικές απολαβές
- ↪ είναι στυγνός επαγγελματίας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη επάγγελμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαγγελματίας