επάγγελμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επάγγελμα < αρχαία ελληνική ἐπάγγελμα < ἐπαγγέλλομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpaŋ.ɟɛl.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επάγγελμα ουδέτερο
- η μόνιμη εργασία για βιοπορισμό
- Το επάγγελμά του είναι λογιστής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στην αρχαία ελληνική , η λέξη σήμαινε "υπόσχεση". Η σημερινή σημασία προέρχεται από την μεταγενέστερη ελληνική.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
επάγγελμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επάγγελμα