Μετάβαση στο περιεχόμενο

profession

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
profession professions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

profession (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
profession professions

profession (fr) θηλυκό