καταχρηστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταχρηστικός < 1. για τη σημασία του πρώτου ορισμού (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταχρηστικός (με λανθασμένη γραμματική χρήση)[1] < κατάχρησις < αρχαία ελληνική καταχράομαι / καταχρῶμαι < κατά + χρῶμαι
2. για τη σημασία «αυτό που παρεκκλίνει του κανονικού και συνηθισμένου σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impropre[2] ή/και abusif[3]
Επίθετο
[επεξεργασία]καταχρηστικός
- που σχετίζεται με την κατάχρηση ή αναφέρεται σ᾿ αυτήν, που υπερβαίνει ή και παραβαίνει τα όρια που επιτρέπονται ή ανέχονται
- (νομικός όρος) που υπερβαίνει τον νόμο
- ↪ Καταχρηστική απεργία/αποφυγή στις αρχές/εφαρμογή νόμου/χρήση αρμοδιοτήτων.
- (γραμματική) (για τύπο, σημασία, χρήση, ορθογραφία κ.λπ.) που παραβαίνει τον κανόνα ή παρεκκλίνει από το τυπικά και θεσμικά ορθό, εφαρμόζεται ή χρησιμοποιείται κακώς
- ↪ Καταχρηστικός τύπος: παρεισφρύω αντί παρεισφρέω.
- ↪ Καταχρηστική σημασία: λανθάνω με τη σημασία του λαθεύω, αβγό με τη σημασία του ωαρίου, λάθος με τη σημασία του λανθασμένα, απλά με τη σημασία του απλώς.
- ↪ Καταχρηστική χρήση: «μέταλλο που κατεργάστηκε» αντί «μέταλλο που έγινε αντικείμενο κατεργασίας».
- ↪ Καταχρηστικό ως προς την ορθογραφία: κάλυμα αντί κάλυμμα.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- καταχρηστική απεργία (νομικός όρος)
- καταχρηστική δίγθογγος (γραμματική)
- καταχρηστικό κλάσμα (μαθηματικά)
- καταχρηστική πρόθεση (γραμματική)
- καταχρηστική σύνθεση (γραμματική)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καταχρηστικά (επίρρημα)
- καταχρηστικώς (λόγιο επίρρημα)
- καταχρώμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτό που παρεκκλίνει του κανονικού και συνηθισμένου
που εφαρμόζεται ή χρησιμοιποιείται κακώς
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ καταχρηστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καταχρηστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
[επεξεργασία]- καταχρηστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταχρηστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- καταχρηστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)