καταχρηστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχρηστικός < (ελληνιστική κοινή) καταχρηστικός < κατάχρησις < αρχαία ελληνική καταχράομαι / καταχρῶμαι < κατά + χρῶμαι
Επίθετο[επεξεργασία]
καταχρηστικός
- που γίνεται κατ' εξαίρεση, καθ' υπερβολή, χωρίς κανονικά να επιτρέπεται από το γράμμα αλλά και συχνά το πνεύμα του νόμου
- (γραμματική) καταχρηστική πρόθεση: η πρόθεση των αρχαίων ελληνικών που χρησιμοποιείται μαζί με πλάγιες πτώσεις στο σχηματισμό εμπροθέτων, όχι όμως και ως πρώτο συνθετικό (βλέπε και κύριος)