λαθεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαθεύω < θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω (: μου διαφεύγει της προσοχής)
Ρήμα
[επεξεργασία]λαθεύω
- πέφτω έξω στους υπολογισμούς, στις εκτιμήσεις μου, κάνω λάθος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαθεύω