αστοχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστοχώ < (ελληνιστική κοινή) ἀστοχέω / ἀστοχῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αστοχώ
- (κυριολεκτικά) δεν πετυχαίνω τον στόχο μου
- (μεταφορικά) αποτυγχάνω
- (λαϊκότροπο) ξεχνώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αστοχώ | αστοχούσα | θα αστοχώ | να αστοχώ | αστοχώντας | |
β' ενικ. | αστοχείς | αστοχούσες | θα αστοχείς | να αστοχείς | (αστόχει) | |
γ' ενικ. | αστοχεί | αστοχούσε | θα αστοχεί | να αστοχεί | ||
α' πληθ. | αστοχούμε | αστοχούσαμε | θα αστοχούμε | να αστοχούμε | ||
β' πληθ. | αστοχείτε | αστοχούσατε | θα αστοχείτε | να αστοχείτε | αστοχείτε | |
γ' πληθ. | αστοχούν(ε) | αστοχούσαν(ε) | θα αστοχούν(ε) | να αστοχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αστόχησα | θα αστοχήσω | να αστοχήσω | αστοχήσει | ||
β' ενικ. | αστόχησες | θα αστοχήσεις | να αστοχήσεις | αστόχησε | ||
γ' ενικ. | αστόχησε | θα αστοχήσει | να αστοχήσει | |||
α' πληθ. | αστοχήσαμε | θα αστοχήσουμε | να αστοχήσουμε | |||
β' πληθ. | αστοχήσατε | θα αστοχήσετε | να αστοχήσετε | αστοχήστε | ||
γ' πληθ. | αστόχησαν αστοχήσαν(ε) |
θα αστοχήσουν(ε) | να αστοχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αστοχήσει | είχα αστοχήσει | θα έχω αστοχήσει | να έχω αστοχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αστοχήσει | είχες αστοχήσει | θα έχεις αστοχήσει | να έχεις αστοχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αστοχήσει | είχε αστοχήσει | θα έχει αστοχήσει | να έχει αστοχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αστοχήσει | είχαμε αστοχήσει | θα έχουμε αστοχήσει | να έχουμε αστοχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αστοχήσει | είχατε αστοχήσει | θα έχετε αστοχήσει | να έχετε αστοχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αστοχήσει | είχαν αστοχήσει | θα έχουν αστοχήσει | να έχουν αστοχήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστοχώ
|