miss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɪs/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας miss
γ΄ ενικό ενεστώτα misses
αόριστος missed
παθητική μετοχή missed
ενεργητική μετοχή missing

miss (en) (μεταβατικό)

  1. χάνω (αστοχώ)
    I missed the target. - Αστόχησα (έχασα τον στόχο)
  2. αισθάνομαι την απουσία κάποιου, μου λείπει
    I miss you! - Μου λείπεις!
  3. δεν καταλαβαίνω, δεν αντιλαμβάνομαι
    miss the joke - δεν το 'πιασα (έπιασα, κατάλαβα) το αστείο
  4. χάνω, δεν παρακολουθώ κάτι, δεν είμαι παρών σε κάτι όπως ραντεβού ή ένα συγκοινωνιακό μέσο
    I missed the plane! - Έχασα το αεροπλάνο!

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Το ρήμα συντάσσεται με γερούνδιο (-ing)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

miss (en)

  1. αστοχία
  2. αποτυχία να αποκτήσει κάποιος κάτι ή να πετύχει κάτι
  3. αποφυγή
    I think I’ll give the meeting a miss.
  4. (προσφώνηση) δεσποινίς, προσφώνηση για νεαρή γυναίκα, συνήθως ανύπαντρη
    You may sit here, miss. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς.
    You may sit here, Miss Jones. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς Jones.
  5. ανύπαντρη γυναίκα, κορίτσι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɪs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

miss (nl)

  1. νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
    Annelien Coorevits was Miss België in 2007. - H Annelien ... ήταν Μις το 2007.
  2. καλλονή
  3. κορίτσι με υψηλή αυτοεκτίμηση
    Dat is nogal een miss, hoor. -Έχει έναν αέρα



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

miss (sv)

  1. αστοχία
     συνώνυμα: bom
  2. λάθος
     συνώνυμα: misstag
  3. (σπάνιο) καλλονή, νικήτρια καλλιστείων
     συνώνυμα: skönhetsmiss