Μετάβαση στο περιεχόμενο

miss

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɪs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
miss misses

miss (en)

  1. η αστοχία
  2. η αποτυχία να αποκτήσει κάποιος κάτι ή να πετύχει κάτι
  3. η αποφυγή
    I think I’ll give the meeting a miss.
  4. (προσφώνηση) δεσποινίς, προσφώνηση για νεαρή γυναίκα, συνήθως ανύπαντρη
    παράδειγμα  You may sit here, miss. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς.
    παράδειγμα  You may sit here, Miss Jones. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς Jones.
  5. ανύπαντρη γυναίκα, κορίτσι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας miss
γ΄ ενικό ενεστώτα misses
αόριστος missed
παθητική μετοχή missed
ενεργητική μετοχή missing

miss (en)

  1. (μεταβατικό) χάνω, δεν παρακολουθώ κάτι, δεν είμαι παρών σε κάτι όπως ραντεβού ή ένα συγκοινωνιακό μέσο
    παράδειγμα  I missed the plane!
    Έχασα το αεροπλάνο!
    παράδειγμα  I missed the first part of the concert.
    Έχασα το πρώτο μέρος της συναυλίας.
    παράδειγμα  I missed the bus by five minutes.
    Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά.
  2. (μεταβατικό) λείπω, αποτυγχάνω να είμαι κάπου ή να πάω κάπου
    παράδειγμα  How many students are missing today?
    Πόσοι μαθητές λείπουν σήμερα;
  3. (μεταβατικό) χάνω, παραλείπω, αποτυγχάνω να κάνω κάτι
    παράδειγμα  Don’t miss that film/play.
    Μη χάσεις αυτό το φιλμ/έργο.
    παράδειγμα  Whenever you give out sweets, you always miss me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
  4. (μεταβατικό) χάνω την ευκαιρία να κάνω κάτι
    παράδειγμα  I left early and missed the ice cream.
    Έφυγα νωρίς κι έχασα το παγωτό.
    παράδειγμα  You won’t miss anything by not coming.
    Δε θα χάσεις τίποτα κι αν δεν έρθεις.
    παράδειγμα  This opportunity must not be missed.
    Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, αστοχώ, αποτυγχάνω να χτυπήσω, να πιάσω, να φτάσω κτλ. κάτι
    παράδειγμα  He fired but missed me.
    Έριξε αλλά με αστόχησε.
    παράδειγμα  He made a guess but missed the mark.
    Προσπάθησε να μαντέψει αλλά αστόχησε.
    παράδειγμα  I missed the target.
    Αστόχησα/Έχασα τον στόχο.
  6. (μεταβατικό) χάνω, αποτυγχάνω να ακούσω, να δω ή να παρατηρήσω κάτι
    παράδειγμα  I didn’t miss a single word.
    Δεν έχασα ούτε λέξη.
  7. (μεταβατικό) δεν καταλαβαίνω, δεν αντιλαμβάνομαι
    παράδειγμα  I missed the joke.
    Δεν το 'πιασα (έπιασα, κατάλαβα) το αστείο.
  8. (μεταβατικό) λείπω, αισθάνομαι την απουσία κάποιου
    παράδειγμα  I miss you!
    Μου λείπεις!
    παράδειγμα  We’ll miss you when you are gone.
    Θα μας λείψεις όταν φύγεις.
    παράδειγμα  Did you miss me?
    Σου 'λειψα;
    παράδειγμα  I missed you a lot.
    Μου 'λειψες πολύ.
  9. (μεταβατικό) λείπω, παρατηρώ ότι κάποιος ή κάτι δεν είναι εκεί που θα έπρεπε
    παράδειγμα  Three of my books are missing.
    Λείπουν τρία από τα βιβλία μου.
    παράδειγμα  Who/what is missing?
    Ποιος/Τι λείπει;
    παράδειγμα  Ten pages are missing.
    Λείπουν δέκα σελίδες.
    παράδειγμα  When did you miss your wallet?
    Πότε κατάλαβες ότι σου λείπει το πορτοφόλι;
    παράδειγμα  He’s so rich that he won’t miss €100.
    Είναι τόσο πλούσιος που δεν θα του λείψουν 100 ευρώ.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɪs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miss (nl)

  1. νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
    παράδειγμα  Annelien Coorevits was Miss België in 2007. - H Annelien ... ήταν Μις το 2007.
  2. καλλονή
  3. κορίτσι με υψηλή αυτοεκτίμηση
    παράδειγμα  Dat is nogal een miss, hoor. -Έχει έναν αέρα



Σουηδικά (sv)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miss (sv)

  1. αστοχία
     συνώνυμα: bom
  2. λάθος
     συνώνυμα: misstag
  3. (σπάνιο) καλλονή, νικήτρια καλλιστείων
     συνώνυμα: skönhetsmiss