miss
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| miss | misses |
miss (en)
- η αστοχία
- η αποτυχία να αποκτήσει κάποιος κάτι ή να πετύχει κάτι
- η αποφυγή
- I think I’ll give the meeting a miss.
- (προσφώνηση) δεσποινίς, προσφώνηση για νεαρή γυναίκα, συνήθως ανύπαντρη
You may sit here, miss. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς.
You may sit here, Miss Jones. - Μπορείτε να καθήσετε εδώ, δεσποινίς Jones.
- ανύπαντρη γυναίκα, κορίτσι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | miss |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | misses |
| αόριστος | missed |
| παθητική μετοχή | missed |
| ενεργητική μετοχή | missing |
miss (en)
- (μεταβατικό) χάνω, δεν παρακολουθώ κάτι, δεν είμαι παρών σε κάτι όπως ραντεβού ή ένα συγκοινωνιακό μέσο
I missed the plane!
- Έχασα το αεροπλάνο!
I missed the first part of the concert.
- Έχασα το πρώτο μέρος της συναυλίας.
I missed the bus by five minutes.
- Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά.
- (μεταβατικό) λείπω, αποτυγχάνω να είμαι κάπου ή να πάω κάπου
How many students are missing today?
- Πόσοι μαθητές λείπουν σήμερα;
- (μεταβατικό) χάνω, παραλείπω, αποτυγχάνω να κάνω κάτι
Don’t miss that film/play.
- Μη χάσεις αυτό το φιλμ/έργο.
Whenever you give out sweets, you always miss me.
- Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
- (μεταβατικό) χάνω την ευκαιρία να κάνω κάτι
I left early and missed the ice cream.
- Έφυγα νωρίς κι έχασα το παγωτό.
You won’t miss anything by not coming.
- Δε θα χάσεις τίποτα κι αν δεν έρθεις.
This opportunity must not be missed.
- Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, αστοχώ, αποτυγχάνω να χτυπήσω, να πιάσω, να φτάσω κτλ. κάτι
He fired but missed me.
- Έριξε αλλά με αστόχησε.
He made a guess but missed the mark.
- Προσπάθησε να μαντέψει αλλά αστόχησε.
I missed the target.
- Αστόχησα/Έχασα τον στόχο.
- (μεταβατικό) χάνω, αποτυγχάνω να ακούσω, να δω ή να παρατηρήσω κάτι
I didn’t miss a single word.
- Δεν έχασα ούτε λέξη.
- (μεταβατικό) δεν καταλαβαίνω, δεν αντιλαμβάνομαι
- (μεταβατικό) λείπω, αισθάνομαι την απουσία κάποιου
I miss you!
- Μου λείπεις!
We’ll miss you when you are gone.
- Θα μας λείψεις όταν φύγεις.
Did you miss me?
- Σου 'λειψα;
I missed you a lot.
- Μου 'λειψες πολύ.
- (μεταβατικό) λείπω, παρατηρώ ότι κάποιος ή κάτι δεν είναι εκεί που θα έπρεπε
Three of my books are missing.
- Λείπουν τρία από τα βιβλία μου.
Who/what is missing?
- Ποιος/Τι λείπει;
Ten pages are missing.
- Λείπουν δέκα σελίδες.
When did you miss your wallet?
- Πότε κατάλαβες ότι σου λείπει το πορτοφόλι;
He’s so rich that he won’t miss €100.
- Είναι τόσο πλούσιος που δεν θα του λείψουν 100 ευρώ.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- miss (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- miss (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 133, 497, 962. ISBN 9780194325684., λήμμα: αστοχώ, λείπω, χάνω
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]miss (nl)
- νικήτρια διαγωνισμού ομορφιάς
Annelien Coorevits was Miss België in 2007. - H Annelien ... ήταν Μις το 2007.
- καλλονή
- κορίτσι με υψηλή αυτοεκτίμηση
Dat is nogal een miss, hoor. -Έχει έναν αέρα
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]miss (sv)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προσφωνήσεις (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)