παραλείπω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραλείπω < αρχαία ελληνική παραλείπω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραλείπω
- αφήνω, είτε σκόπιμα είτε ακούσια, κάποιον ή κάτι έξω από ένα σύνολο
- (συνεκδοχικά) αναφορικά με κάποια ενέργεια: ξεχνώ
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραλείπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]παραλείπω
Πηγές
[επεξεργασία]- παραλείπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραλείπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.