fail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

fail (en)

  1. αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
  2. αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
  3. δεν ανταποκρίνομαι σε υποχρέωσή μου
  4. (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά