fail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fail (en)
- αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
- αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
- (μεταβατικό) κόβω, απορρίπτω, δίνω απορριπτικό βαθμό σε μαθητή
- δεν ανταποκρίνομαι σε υποχρέωσή μου
- (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά