Μετάβαση στο περιεχόμενο

omit

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας omit
γ΄ ενικό ενεστώτα omits
αόριστος omitted
παθητική μετοχή omitted
ενεργητική μετοχή omitting

omit (en) (επίσημο)

  1. παραλείπω, δεν συμπεριλαμβάνω κάτι ή κάποιον, είτε εσκεμμένα είτε επειδή το έχω ξεχάσει
      Omit the relative pronoun/the definite article.
    Παραλείψτε την αναφορική αντωνυμία/το οριστικό άρθρο.
     συνώνυμα:  cut out, drop, exclude, leave out και skip
  2. παραλείπω να κάνω κάτι, δεν κάνω ή αποτυγχάνω να κάνω κάτι
      I omitted to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fail

Συγγενικά

[επεξεργασία]