omit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | omit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | omits |
αόριστος | omitted |
παθητική μετοχή | omitted |
ενεργητική μετοχή | omitting |
Ρήμα
[επεξεργασία]- παραλείπω, δεν συμπεριλαμβάνω κάτι ή κάποιον, είτε εσκεμμένα είτε επειδή το έχω ξεχάσει
- παραλείπω να κάνω κάτι, δεν κάνω ή αποτυγχάνω να κάνω κάτι