skip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας skip
γ΄ ενικό ενεστώτα skips
αόριστος skipped
παθητική μετοχή skipped
ενεργητική μετοχή skipping

Ρήμα[επεξεργασία]

skip (en)

  1. παραλείπω
    I skip the next chapter of the book.
    Παραλείπω το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου.
  2. (μεταβατικό, λαϊκότροπο) το σκάω από κάτι
    I am skipping school.
    Το σκάω από το σχολείο.
    → δείτε την έκφραση play truant