skip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | skip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | skips |
αόριστος | skipped |
παθητική μετοχή | skipped |
ενεργητική μετοχή | skipping |
Ρήμα[επεξεργασία]
skip (en)
- παραλείπω
- ↪ I skip the next chapter of the book.
- Παραλείπω το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου.
- ↪ I skip the next chapter of the book.
- (μεταβατικό, λαϊκότροπο) το σκάω από κάτι
- ↪ I am skipping school.
- Το σκάω από το σχολείο.
- → δείτε την έκφραση play truant
- ↪ I am skipping school.