κάδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cadus, κᾶδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάδος οι κάδοι
      γενική του κάδου των κάδων
    αιτιατική τον κάδο τους κάδους
     κλητική κάδε κάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο κάδοι απορριμμάτων σε παραλία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάδος αρσενικό

  1. το ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά
  2. το δοχείο διαφόρων διαστάσεων για τη συλλογή των σκουπιδιών
    κάδος απορριμμάτων
  3. το κυλινδρικό περιστρεφόμενο εξάρτημα των πλυντηρίων όπου τοποθετούνται τα ρούχα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάδος οἱ κάδοι
      γενική τοῦ κάδου τῶν κάδων
      δοτική τῷ κάδ τοῖς κάδοις
    αιτιατική τὸν κάδον τοὺς κάδους
     κλητική ! κάδε κάδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάδω
γεν-δοτ τοῖν  κάδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάδος ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Αρχίλοχο < δάνειο σημιτικής προέλευσης,[1][2] Συγγενή: εβραϊκή כַּד (kad), ουγκαριτική 𐎋𐎄 (kd), αραμαϊκή 𐡊𐡃 (kd)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάδος, -ου αρσενικό

  1. αγγείο για νερό ή κρασί
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 20.1
    καὶ Φοινικηίου οἴνου κάδον.
    και ένα πιθάρι κρασί από χουρμάδες.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11, 66 483d, @scaife.perseus, @el.wikisource
    καὶ Ἀρχίλοχος ἐν Ἐλεγείοις ὡς ποτηρίου οὕτως·
    ἀλλ’ ἄγε σὺν κώθωνι θοῆς διὰ σέλματα νηὸς
    φοίτα καὶ κοίλων πώματ’ ἄφελκε κάδων,
    ἄγρει δ’ οἶνον ἐρυθρὸν ἀπὸ τρυγός·
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Αρχίλοχου.
  2. κουβάς για άντληση νερού
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 1002 (1002-1004)
    τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνοίμεθ᾽ ἄν, | ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονὶ | ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν;
    Τί τους θέμε τους γάντζους ν᾽ ανεβάζουμε τους κουβάδες απ᾽ τα πηγάδια μέσα; | Κατέβαζε μια τέτοιανε μπαμπόγρια | να σου τους φέρνει απάνου να τους παίρνεις.
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: λατινικά cadus
  3. μέτρο μέτρησης υγρών
  4. κάλπη, ψηφοδόχος
     συνώνυμα: καδίσκος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κάδος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. κάδος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]