αγγείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγείο | τα | αγγεία |
γενική | του | αγγείου | των | αγγείων |
αιτιατική | το | αγγείο | τα | αγγεία |
κλητική | αγγείο | αγγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγεῖον → δείτε και τη λέξη αγγειό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγείο ουδέτερο
- (κεραμική, αρχαιολογία) πήλινο σκεύος που περιέχει υγρό
- (ανατομία) φυσικός σωλήνας του σώματος μέσα στον οποίο ρέει αίμα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγγειακός
- αγγειεκτασία
- αγγειΐτιδα
- αγγειοβλάστη
- αγγειοβλάστωμα
- αγγειογένεση
- αγγειογόνος
- αγγειογραφία
- αγγειοδιαβατότητα
- αγγειοδιαπερατότητα
- αγγειοδιασταλτικός
- αγγειοδιαστολή
- αγγειοδυσπλασία
- αγγειοθρύπτης
- αγγειοΐνωμα
- αγγειοκαρδιογραφία
- αγγειοκαρδίτιδα
- αγγειοκεράτωμα
- αγγειοκινητικός
- αγγειόλιθος
- αγγειολίπωμα
- αγγειολογία
- αγγειολυκοειδές
- αγγειόμορφος
- αγγειομυολίπωμα
- αγγειομυοσάρκωμα
- αγγειονευρομύωμα
- αγγειονευροπάθεια
- αγγειοοίδημα
- αγγειοπάθεια
- αγγειοπιεσίνη
- αγγειοπλαστική
- αγγειοποίηση
- αγγειοραφή
- αγγειοσάρκωμα
- αγγειοσκλήρυνση
- αγγειοσκόπιο
- αγγειόσπασμος
- αγγειοστέγνωση
- αγγειοσύσπαση
- αγγειοσυσπαστικός
- αγγειοσυστολή
- αγγειοτενσινάση
- αγγειοτενσίνη
- αγγειοτενσινογόνο
- αγγειοτόμιο
- αγγειοτρόπος
- αγγειοχάλαση
- αγγείωμα
- αγγειωμάτωση
- → δείτε τη λέξη λεμφαγγείο
- αγγειο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγειο- στο Βικιλεξικό
- όπως αγγειοπλαστική, αγγειοχειρουργική, κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγείο
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγγείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)